- ένδεσις
- (-εως) η1) тех армирование; 2) см. ενδέτης 1; 3) оправа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔνδεσις — binding on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδέσεις — ἔνδεσις binding on fem nom/voc pl (attic epic) ἔνδεσις binding on fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδεσιν — ἔνδεσις binding on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδεση — η (AM ἔνδεσις, η) νεοελλ. 1. εσωτερική σύνδεση 2. ενδέτης αρχ. 1. (για οστά) συναρμολόγηση, συνάρθρωση 2. στερέωση ενός αντικειμένου με πρόσδεση 3. η συναρμογή τού εποικοδομήματος με τη βάση 4. εμπλοκή, ταραχή … Dictionary of Greek
συνένδεσις — ή συνένδησις, ήσεως, ἡ, Α σύνδεση κάποιου με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔνδεσις «σύνδεση, συναρμογή»] … Dictionary of Greek
ἐνδέσεως — ἐνδέσεω̆ς , ἔνδεσις binding on fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)